δρακοντόκαστρο

δρακοντόκαστρο
το (Μ δρακοντόκαστρον)
1. φρούριο, κάστρο τού δράκοντα
2. πελώρια, παλιά, έρημα φρούρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”